ὀδοντικά

ὀδοντικά
ὀδοντικός
dental
neut nom/voc/acc pl
ὀδοντικά̱ , ὀδοντικός
dental
fem nom/voc/acc dual
ὀδοντικά̱ , ὀδοντικός
dental
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀδοντικάς — ὀδοντικά̱ς , ὀδοντικός dental fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντικός — ή, ό (ΑΜ ὀδοντικός, ή, όν) [οδούς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια νεοελλ. φρ. α) «οδοντικά σύμφωνα» γλωσσ. τα άφωνα σύμφωνα τ, δ, θ τα οποία αρθρώνονται με την επαφή τού πρόσθιου μέρους τής γλώσσας στα άκρα τών πρόσθιων δοντιών β)… …   Dictionary of Greek

  • φατνιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οδοντικά φατνία 2. φρ. α) «φατνιακό πέταλο» το μέρος τού οστού τών γνάθων στο οποίο βρίσκονται τα φατνία τών δοντιών β) «φατνιακό τόξο» το τόξο που σχηματίζεται από τις αποφύσεις τών γνάθων οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • αφωνόληκτα — Στην καθαρεύουσα, τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα (το τελευταίο γράμμα του θέματος) άφωνο γράμμα, δηλαδή χειλικό (π, β, φ), οδοντικό (τ, δ, θ) ή ουρανικό (κ, γ, χ). Τα ουσιαστικά αυτά σχηματίζουν την ονομαστική παίρνοντας ένα ς στο θέμα και… …   Dictionary of Greek

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • μεσοφατνιακός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα φατνία 2. φρ. ανατ. «μεσοφατνιακά διαφράγματα» διαφράγματα τα οποία χωρίζουν τα οδοντικά φατνία μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φατνιακός (< φατνίο)] …   Dictionary of Greek

  • οδοντόφωνος — η, ο 1. αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών 2. φρ. «οδοντόφωνα σύμφωνα» γραμμ. τα οδοντικά σύμφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φωνος (< φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Μ. Παρανίκα] …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”